- δεσποτικῶς
- δεσποτικόςofadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
властельскы — (5*) нар. Как свойственно владыке, правителю: Да (о)управлѩѥть ѥп(с)пъ. властельскы цр҃квноѥ iмѣньѥ. КР 1284, 42б; да не възношениѥмь г҃ьства властельски престолъ держа. МПр XIV, 6 об.; приде(т) же оубо властельскы а не рабьскы. (δεσποτικῶς) ГБ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
δεσποτικός — ή, ό (AM δεσποτικός, ή, όν) [δεσπότης] Ι. 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε δεσπότη, σε κυρίαρχο 2. απολυταρχικός, τυραννικός μσν. νεοελλ. 1. αφιερωμένος στον Δεσπότη, στον Χριστό («δεσποτικές εορτές») 2. το ουδ. ως ουσ. το δεσποτικό … Dictionary of Greek
συμμαχικός — ή, ό / συμμαχικός, ή, όν, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμμαχικός, ή, όν, Α [σύμμαχος / συμμαχία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους συμμάχους ή στη συμμαχία 2. φρ. α) «συμμαχικά νομίσματα» αρχαιολ. κοινά νομίσματα που κόβονταν και χρησιμοποιούνταν από… … Dictionary of Greek